αιτητος

αιτητος
    αἰτητός
    3
    [adj. verb. к αἰτέω См. αιτεω] просимый, требуемый
    

δωρητός, οὐκ αἰ. Soph. — преподнесенный как дар, а не выпрошенный


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιτητος" в других словарях:

  • αιτητός — αἰτητός, ή, όν (Α) [αἰτῶ] 1. αυτός ο οποίος ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί κανείς 2. «οὐκ αἰτητός», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, χωρίς να ζητηθεί …   Dictionary of Greek

  • αἰτητός — asked for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτητόν — αἰτητός asked for masc/fem acc sg αἰτητός asked for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… …   Dictionary of Greek

  • αναίτητος — ἀναίτητος, ον (Α) αζήτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰτητός < αἰτῶ] …   Dictionary of Greek

  • ευπαραίτητος — εὐπαραίτητος, ον (Α) 1. ευδιάλλακτος, ευεξιλέωτος 2. αυτός που διατίθεται εύκολα 3. αυτός που παρέχει βάσιμη δικαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ αιτητός (< παρ αιτούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • ονειραιτητώ — ὀνειραιτητῶ, έω (Α) οδηγούμαι σε αποκαλύψεις με την ερμηνεία ονείρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + αἰτητός (< αἰτῶ)] …   Dictionary of Greek

  • αἰτητά — αἰτητά̱ , αἰτητής one that asks masc nom/voc/acc dual αἰτητής one that asks masc voc sg αἰτητής one that asks masc nom sg (epic) αἰτητός asked for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτητῶν — αἰτητής one that asks masc gen pl αἰτητός asked for masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»